- διαβόησις
- διαβό-ησις, εως, ἡ,A crying out or aloud, Plu.2.455b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαβοήσει — διαβόησις crying out fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαβοήσεϊ , διαβόησις crying out fem dat sg (epic) διαβόησις crying out fem dat sg (attic ionic) διαβοάω proclaim aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) διαβοάω proclaim fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβοήσεις — διαβόησις crying out fem nom/voc pl (attic epic) διαβόησις crying out fem nom/acc pl (attic) διαβοάω proclaim aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) διαβοάω proclaim fut ind act 2nd sg (attic ionic) διαβοάω proclaim aor subj act 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβοήσεσιν — διαβόησις crying out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβόηση — η (Α διαβόησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση που γίνεται με μεγάλη βοή, με μεγαλόφωνη διαλάληση 2. η ομαδική επιδοκιμασία και, ακόμη συχνότερα, η ομαδική αποδοκιμασία αρχ. η μεγαλόφωνη κραυγή … Dictionary of Greek